τσιτσίζω
(ρ.)
τσιτσίζω
[tsi'tsizo]
Σινασσ.
τσιτσίζου
[tsiˈtsizu]
Μισθ.
τσ̑ιτσ̑ίζω
[tʃi'tʃizo]
Αξ., Μαλακ., Φάρασ.
Αόρ.
τσίτσιξα
['tsitsiksa]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ρ. τιτθίζω = πιπιλίζω, θηλάζω.
Πιπιλίζω, ρουφάω
ό.π.τ.