τσιφτετέλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιφτετέλι
[tʃifte'teli]
Φάρασ.
τσιφτάνταλι
[tsiˈftadali]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çiftetelli = είδος ανατολίτικου χορού με κινήσεις κοιλιάς, στήθους και λαιμού.
Ο γνωστός χορός τσιφτετέλι
ό.π.τ.