τσογαλτίζω ( ρ.
)
τ͑σ̑ογαλτίζω
[tʰʃoɣal ˈtizo]
Φάρασ.
Εν., γ'
τζ̑ογαλτίζει
[dʒoɣal ˈtizi]
Φάρασ.
...
τσογέν
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ο̈γἐν
[tʃøˈʝen]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
τσ̑οϊέν
[tʃoiˈen]
Ανακ.
τσ̑ο̈γάν
[tʃøˈɣan]
Αξ.
τσουέν
[tsuˈen]
Ανακ.
τσοχάν
[tsoˈxan]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. çöven ή çöğen (< παλ. τουρκ. çoġan), όπου και διαλεκτ. τύπ. çoğen και çoğan = το φυτό Σαπονάρια η φαρμακευτική (Tietze 2016, λ. çoğan/çöğen/çöven).
Το φυτό Σαπονάρια η φαρμακευτική (Saponaria officinalis), το σαπουνόχορτο, φυτό τα φύλλα και η ρίζα του οποίου βρεγμένα δημιουργούν σαπουνάδα και το οποίο χρησιμοποιούσαν στο πλύσιμο των ρούχων
ό.π.τ.
:
Μι ντα τσοχάνια πλύνιξαμ’ ντα φορτσιέ μας
(με το σαπουνόχορτο πλέναμε τα ρούχα μας)
Μισθ.
-Κοτσαν.