ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσογέν (ουσ. ουδ.) τσ̑ο̈γἐν [tʃøˈʝen] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. τσ̑οϊέν [tʃoiˈen] Ανακ. τσ̑ο̈γάν [tʃøˈɣan] Αξ. τσουέν [tsuˈen] Ανακ. τσοχάν [tsoˈxan] Μισθ., Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. çöven ή çöğen (< παλ. τουρκ. çoġan), όπου και διαλεκτ. τύπ. çoğen και çoğan = το φυτό Σαπονάρια η φαρμακευτική (Tietze 2016, λ. çoğan/çöğen/çöven).
Το φυτό Σαπονάρια η φαρμακευτική (Saponaria officinalis), το σαπουνόχορτο, φυτό τα φύλλα και η ρίζα του οποίου βρεγμένα δημιουργούν σαπουνάδα και το οποίο χρησιμοποιούσαν στο πλύσιμο των ρούχων ό.π.τ. : Μι ντα τσοχάνια πλύνιξαμ’ ντα φορτσιέ μας (με το σαπουνόχορτο πλέναμε τα ρούχα μας) Μισθ. -Κοτσαν.