τσόδι
(επίρρ.)
τσ̑όδι
['tʃoði]
Μισθ.
τσ̑όντι
['tʃodi]
Μισθ., Τσαρικ.
τσ̑όι
['tʃoi]
Μισθ.
τσόι
['tsoi]
Μισθ., Τσαρικ.
Πιθ. από το νεότ. επίρρ. ἐκειδὰ, πβ. και αρχ. ἐπίρρ. ἐκεῖθεν, το οπ. και με χρον. σημασία.
Τότε
ό.π.τ.
:
Άμα νταγουλντίσ' ντου λάι σου λερό, τσ̑όδι από μάτ' τσ̑είδι
(Αν διαλυθεί το λάδι στο νερό, τότε από μάτιασμα (κάποιος άρρωστος) είναι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσ̑όδι ζήιξαμ' πίσ̑α
(Τότε ζούσαμε άσχημα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πολύ τράβηξαμ’ τσιόδι
(πολλά υποφέραμε τότε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ντερέ πιο πολύ γιασ̑αΐζουμ', τσ̑όι τι γιασ̑άιζαμ'; Τσ̑όι εξήντα χρονού χανόδαν
(Τώρα ζούμε πιο πολύ, τότε πόσο ζούσαμε; Τότε εξήντα χρονών πέθαιναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Καχόουσι να φας, πιο γλυτσ̑ύ φαΐ τσόι. Νηστικά ήδουμιστι για
(Καθόσουν να φας, πιο γλυκό το φαΐ τότε. Νηστικοί ήμασταν για)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Kάκα τσ̑όδι τι να ποίκ'; γαπάτ'σι δου στόμα τ'
(H γιαγιά τότε τι να κάνει; το βούλωσε το στόμα της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'τουν έρτ' ώρα να με τραβείτ' απάν' απάν', να τραβήσω τσόι τρία σεβέρια και ν' αγλαΐτ' για να με βγάλετ' όξω
(Όταν έρθει η ώρα να με τραβήξετε πάνω πάνω, θα τραβήξω το σχοινί τρεις φορές και θα καταλάβετε για να με βγάλετε έξω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Ασμ.
Μαϊού ντου μήνα ήdουν τσ̑όντι
τζ' Άι-Γονατιού ντου μέρα
'τουν σκότουσαν ντα τέσσιρα
τσακάτ' κουνdά σου ρέμα (Ήταν Μάης μήνας τότε
τη μέρα της Αναλήψεως
όταν σκότωσαν τους τέσσερις
εκεί κάτω κοντά στο ρέμα) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. τότε
τζ' Άι-Γονατιού ντου μέρα
'τουν σκότουσαν ντα τέσσιρα
τσακάτ' κουνdά σου ρέμα (Ήταν Μάης μήνας τότε
τη μέρα της Αναλήψεως
όταν σκότωσαν τους τέσσερις
εκεί κάτω κοντά στο ρέμα) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. τότε