τσολπάρης
(επίθ.)
τ͑σολπ͑άρ’
[tʰsolˈpʰar ]
Φάρασ.
Θηλ.
τ͑σολπ͑αρού
[tʰsolpʰaˈru]
Φάρασ.
Ουδ.
τ͑σολπ͑άρι
[tʰsolˈpʰari]
Φάρασ.
Από το επίθ. τσολπάς και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.