τσεβίκ
(επίθ.)
τσ̑εβίκ
[tʃeˈvik]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. çevik = α) ευκίνητος, σβέλτος β) εύστροφος.
Επιδέξιος
Αντίθ
πεσιρικσούζι :1, τσολπάρης, Συνών.
πεσιρικλούς, χειρόχρηστος
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024