ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαχτοθύρα (ουσ. θηλ.) τσαχτοθύρα [tsaxtoˈθira] Σινασσ. Από το ρ. τσαχτίζω,όπου και τύπ. τσαχτώ, και το ουσ. θύρα.
1. Ρόπτρο
2. Μτφ., επίμονος άνθρωπος που επιβάλλει την παρουσία του : Εσύ ξέρεις το, τα Πολίτικα τα κορίτσια τι σερνικά ποντικούς είναι, τι τσαχτοθύρες είναι; (Εσύ ξέρεις τα κορίτσια στην Πόλη τι αρσενικοί ποντικοί είναι, τι καπάτσες είναι;) Σινασσ. -Τακαδόπ.