τσαχτοθύρα
(ουσ. θηλ.)
τσαχτοθύρα
[tsaxtoˈθira]
Σινασσ.
Από το ρ. τσαχτίζω,όπου και τύπ. τσαχτώ, και το ουσ. θύρα.
1. Ρόπτρο
2. Μτφ., επίμονος άνθρωπος που επιβάλλει την παρουσία του
:
Εσύ ξέρεις το, τα Πολίτικα τα κορίτσια τι σερνικά ποντικούς είναι, τι τσαχτοθύρες είναι;
(Εσύ ξέρεις τα κορίτσια στην Πόλη τι αρσενικοί ποντικοί είναι, τι καπάτσες είναι;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.