τσατραφίλης
(επίθ.)
τσατραφίλης
[tsatra'filis]
Σινασσ.
Θηλ.
τσατραφίλ’σσα
[tsatra'filsa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. çetrefil = α) περίπλοκος β) για τόπο, απότομος, τραχύς
Για άνθρωπο, ανάποδος, στριμμένος
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025