ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσατάλι (ουσ. ουδ.) τσ̑ατάλι [tʃaˈtali] Σίλ., Φάρασ. τσ̑ατάλ' [tʃa'tal] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. çatal = α) πιρούνι β) διχάλα γ) διακλάδωση.
1. Διχαλωτό ξύλο (συνήθως για τη στήριξη της τροχαλίας του πηγαδιού) ό.π.τ.
2. Διχαλωτό ξύλο όπου τυλίγεται το μαλλί, αδράχτι Ποτάμ.
Συνών. αδράχτι