τσατάλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ατάλι
[tʃaˈtali]
Σίλ., Φάρασ.
τσ̑ατάλ’
[tʃa'tal]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ.
Πληθ.
τσ̑ατάλια
[tʃa'taʎa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çatal = α) πιρούνι β) διχάλα γ) διακλάδωση.
3. Στον πληθ., η σύγχρονη ευρωπαϊκή ανδρική ενδυμασία με παντελόνι
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025