τσατάλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ατάλι
[tʃaˈtali]
Σίλ., Φάρασ.
τσ̑ατάλ'
[tʃa'tal]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çatal = α) πιρούνι β) διχάλα γ) διακλάδωση.
1. Διχαλωτό ξύλο (συνήθως για τη στήριξη της τροχαλίας του πηγαδιού)
ό.π.τ.
2. Διχαλωτό ξύλο όπου τυλίγεται το μαλλί, αδράχτι
Ποτάμ.
Συνών.
αδράχτι