τσάστι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑άστι
[ˈtʃasti]
Φάρασ.
τζ̑άστε
[ˈdʒaste]
Φάρασ.
τζαστέ
[dzaˈste]
Φάρασ.
τζέσδ'
[ˈdzezð]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ.
Βάσανο, αγωνία
:
Τζαι ατότε κάτζευσε Πέτρος τζι είπεντι χριστόν μου, νούλ-λοι να 'πνώσουν, τζαι στο σον τη νάκρα, να μη ταυρήσουν τζαστέ
(Kαι τότε μίλησε ο Πέτρος κι είπε στον Χριστό μου, όλοι να κοιμηθούν και εξαιτίας του να μην υπομείνουν αγωνία)
Φάρασ.
-Lag.
'φοντες ήμαστε ' ς τα τζέσδ' απέσω, αάλ'σεν το λαχτόρι από μακρά
(Ενώ βρισκόμασταν σε αγωνία, ο πετεινός λάλησε από μακριά)
Φάρασ.
-Αρχέλ.