ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάστι (ουσ. ουδ.) τσ̑άστι [ˈtʃasti] Φάρασ. τζ̑άστε [ˈdʒaste] Φάρασ. τζαστέ [dzaˈste] Φάρασ. τζέσδ' [ˈdzezð] Φάρασ. Αγν. ετύμ.
Βάσανο, αγωνία : Τζαι ατότε κάτζευσε Πέτρος τζι είπεντι χριστόν μου, νούλ-λοι να 'πνώσουν, τζαι στο σον τη νάκρα, να μη ταυρήσουν τζαστέ (Kαι τότε μίλησε ο Πέτρος κι είπε στον Χριστό μου, όλοι να κοιμηθούν και εξαιτίας του να μην υπομείνουν αγωνία) Φάρασ. -Lag. 'φοντες ήμαστε ' ς τα τζέσδ' απέσω, αάλ'σεν το λαχτόρι από μακρά (Ενώ βρισκόμασταν σε αγωνία, ο πετεινός λάλησε από μακριά) Φάρασ. -Αρχέλ.