τσατάλγαπου
(ουσ. ουδ.)
τσατάλγαπου
[tsaˈtalɣapu]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çatal kapı = δίφυλλη πόρτα (TS, λ. çatal kapı).
Δίφυλλη πόρτα
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025