τσαταλί
(επίθ.)
τσ̑αταλι̂́
[tʃataˈlɯ]
Φλογ.
τσ̑αταλού
[tʃtataˈlu]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. çatallı = διχαλωτός.
Διχαλωτός
ό.π.τ.
:
Μπήγεν σ’ ένα τσ̑αταλι̂́ σοqάχ'
(Πήγε σε έναν διχαλωτό δρόμο)
Φλογ.
-Dawk.
Στον τσ̑αταλού στράδα πεγάζουμ' ντου τσ̑ι λούζουμ' ντου τρία φοράς
(Το πάμε στο σταυροδρόμι και το πλένουμε τρεις φορές)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887