ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαταλί (επίθ.) τσ̑αταλι̂́ [tʃataˈlɯ] Φλογ. τσ̑αταλού [tʃtataˈlu] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. çatallı = διχαλωτός.
Διχαλωτός ό.π.τ. : Μπήγεν σ’ ένα τσ̑αταλι̂́ σοqάχ' (Πήγε σε έναν διχαλωτό δρόμο) Φλογ. -Dawk. Στον τσ̑αταλού στράδα πεγάζουμ' ντου τσ̑ι λούζουμ' ντου τρία φοράς (Το πάμε στο σταυροδρόμι και το πλένουμε τρεις φορές) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887