ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαρτσής (ουσ.) τσ̑αρτσ̑ής [tʃarˈtʃis] Μισθ., Σίλ. τσ̑αρτσής [tʃarˈtsis] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. τερτζής = γυρολόγος (Πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. «Ἦλθ’ ὁ τζερτζής», φωνάζει κι ἀπ’ τοῦ σαράφη πέρασε τὸ σπήτι καὶ κοιτάζει»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çerçi = γυρολόγος, μικροπωλητής (< περσ. çarçī, βλ Tietze 2016, λ. çerçi).
Γυρόλογος ό.π.τ. : || Ασμ. Τσ̑αρτσ̑ής ντώκι μι τζ̑ίνια | Τα τζ̑ίνια ντώκα τα κορίτσ' (Ο γυρολόγος μου 'δωσε χάντρες. | Τις χάντρες τις έδωσα στο κορίτσι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Tσ̑αρτσ̑ής πουλά μάσ'κα | είρα τσην, μπρούσ'κα (Ο γυρολόγος πουλά μαστίχα | την είδα, πρήστηκα) Σίλ. -Καρίπ.