ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαρούχι (ουσ. ουδ.) τσαρούκι [tsaˈruci] Τσαρικ. τσ̑αρούχ̇ι [tʃaˈruxi] Μισθ., Φάρασ. τσαρούχ' [tsaˈrux] Γούρδ. τσαρούσ̑' [tsaˈruʃ] Ανακ., Φλογ. τσ̑αρούι [tʃaˈrui] Μισθ. τσ̑αρούγ̑' [tʃaˈruʝ] Αξ. σαρούγ̑' [saˈruʝ] Ουλαγ. τσαρΰκ' [tsaˈryk] Τσαρικ. Γεν. Εν. τσ̑αρουγιού [tʃaruˈʝu] Αξ. Πληθ. τσ̑αρούγια [tʃaˈruʝa] Αξ. τσ̑αρούχ̇α [tʃaˈruxa] Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. τσ̑αρούχ̇ε [tʃaˈruxe] Φάρασ. τσ̑αρούσ̑ια [tʃaˈruʃça] Μαλακ. τσαρούσ̑α [tʃaˈruʃa] Ανακ. Από το μεσν. ουσ. τσαρούκιον =παπούτσι, το οπ. από παλαιότ. τουρκ. çaruk. Πβ. και τουρκ. çarık, όπου και διαλεκτ. τύπ. çaruh (THADS 3, λ. çarh III). Ο τύπ. τσ̑αρούι με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [x]. Οι τύπ. σαρούγ̑, τσ̑αρούγ̑ και τσαρούχ με αποβολή του άτονου ληκτικού [i]. Ο τύπ. σαρούγ̑ με τροπή [tʃ] > [s], φαινόμενο που παρατηρείται σποραδικά στο ιδίωμα του Ουλαγάτς.
Τσαρούχι, είδος δερμάτινου πέδιλου ό.π.τ. : Σκίστη ντου τσ̑αρούχ̇ι, χέκ' ένα π͑άλουμα (σκίστηκε το τσαρούχι, βάλε ένα μπάλωμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καλά, εσ̑ύ άμε 'ς τα 'μbρο κι αζ ντέσω τ' τσ̑αρουγιού μ' το ράμμα, λύχεν (καλά, εσύ πήγαινε μπροστά να δέσω του τσαρουχιού μου το σχοινί, λύθηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήρ' α ζυγάς σιδερώνα τσαρούχα̈ (Πήρε ένα ζευγάρι σιδερένια τσαρούχια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Εγώ να δέσω το τσ̑αρούσ̑ι μ' (Εγώ θα δέσω το τσαρούχι μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Όηλος έφσιγξε το τσ̑αρούχ̇ι, το τσ̑αρούχ̇ι έφσιγξεν ντο ποράδι μου· άφσε με σο τάρdι μου! (ο ήλιος έσφιξε το τσαρούχι μου, το τσαρούχι μου έσφιξε το ποδάρι μου· άσε με στη στενοχώρια μου!˙ όταν διάφορες μικροαφορμές φέρνουν μεγάλη στεναχώρια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ποίτσ̑ες 'ς το ξύο τσ̑αρούχ̇ε, σώστου να… (έφτιαξες από ξύλο τσαρούχια, ώσπου να…˙ για όποιον έκανε δρόμο και προσπάθειες για να πετύχει κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τα τσ̑αρούχ̇ε φόρεσέν ντα ο Χριστό (τα τσαρούχια τα φόρεσε ο Χριστός˙ το έλεγαν για παρηγοριά οι φτωχοί, πιστεύοντας πως τα τσαρούχια που έφτιαχναν οι ίδιοι οι Φαρασιώτες ήταν αγιασμένα, αφού τα έβλεπαν στις εικόνες του Χριστού) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.