τσαπχούνα
(επίρρ.)
τ͑σ̑απ͑χούνα
[tʰʃaˈpʰçuna]
Φάρασ.
Από το επίθ. τσαχπίν, όπου και τύπ. τ͑σ̑απ͑χούνι, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Στραβά, ανάποδα