τσαρπανά
(ουσ. ουδ.)
τσαρπανά
[tsarpaˈna]
Σινασσ.
Αρσ.
τ͑σ̑αρπ͑ανάς
[tʰʃarpʰaˈnas]
Φάρασ.
Πληθ.
τσαρπανάδα
[tsarpaˈnaða]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çarpana = α) κομμάτι παλιού δέρματος β) παλιά παπούτσια (THADS 3, λ. çarpana II).
1. Φθαρμένο παπούτσι, παλιοπάπουτσο
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Νυπόλυτα ήμαστι, τα πράδα μας ήσανdι άνdι τσαρπανάδα
(Ξυπόλυτα ήμασταν, τα πόδια μας ήταν σαν παλιοπάπουτσα)
Τσουχούρ.
-VLACH
2. Παντόφλα
Σινασσ.