τσαρπανάς
(ουσ. αρσ.)
τ͑σ̑αρπ͑ανάς
[tʰʃarpʰaˈnas]
Φάρασ.
τσαρπανά
[tsarpaˈna]
Σινασσ.
τσορπανάς
[tsorˈpanas]
Σινασσ.
Πληθ.
τσαρπανάδα
[tsarpaˈnaða]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çarpana = α) κομμάτι παλιού δέρματος β) παλιά παπούτσια (THADS 3, λ. çarpana II). Για τη σημ. 3, βλ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çalpana, όπου και τύπ. çarpana = πολύ μακριά γυναικεία ζώνη μήκους 4-5 μέτρων με το οποίο οι γυναίκες τύλιγαν τη μέση τους (THADS, λ. çalpana, çarpana III).
1. Φθαρμένο παπούτσι, παλιοπάπουτσο
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Νυπόλυτα ήμαστι, τα πράδα μας ήσανdι άνdι τσαρπανάδα
(Ξυπόλυτα ήμασταν, τα πόδια μας ήταν σαν παλιοπάπουτσα)
Τσουχούρ.
-VLACH
2. Παντόφλα
Σινασσ.
3. Μακρύ γυναικείο φόρεμα που σέρνεται στο έδαφος
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025