ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαρπανά (ουσ. ουδ.) τσαρπανά [tsarpaˈna] Σινασσ. Αρσ. τ͑σ̑αρπ͑ανάς [tʰʃarpʰaˈnas] Φάρασ. Πληθ. τσαρπανάδα [tsarpaˈnaða] Τσουχούρ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çarpana = α) κομμάτι παλιού δέρματος β) παλιά παπούτσια (THADS 3, λ. çarpana II).
1. Φθαρμένο παπούτσι, παλιοπάπουτσο Τσουχούρ., Φάρασ. : Νυπόλυτα ήμαστι, τα πράδα μας ήσανdι άνdι τσαρπανάδα (Ξυπόλυτα ήμασταν, τα πόδια μας ήταν σαν παλιοπάπουτσα) Τσουχούρ. -VLACH
2. Παντόφλα Σινασσ.