τσαρπίντεμα
(ουσ. ουδ.)
τσαρπίdεμα
[tsarpiˈdema]
Σινασσ.
Από το ρ. τσαρπιντίζω, όπου και τύπ. τσαρπιντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τίναγμα
Τροποποιήθηκε: 15/08/2025