τσαρπίντεμα
(ουσ. ουδ.)
τσαρπίντεμα
[tsarpiˈdema]
Σινασσ.
Από το αορ. θ. του ρ. τσαρπιντίζω, όπου και τύπ. τσαρπιντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τίναγμα