τσαστεύω
(ρ.)
τσ̑αστεύω
[tʃaˈstevo]
Αφσάρ., Φάρασ.
Παθ.
τσ̑αστεύουμαι
[tʃaˈstevume]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσάστι και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Βασανίζω και παθ. βασανίζομαι
ό.π.τ.
:
Με πώς με τσ̑αστεύεις αβούτσι;
(Μα πώς με βασανίζεις έτσι;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συραίνουμ' τις Τσιφούτ' που τσάστεψαν το Χριστό
(Πυροβολούμε τους Εβραίους που βασάνισαν το Χριστό)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Μη νανούσαι τζαι τσ̑αστεύ' το νού σου
(Μη σκέφτεσαι και βασανίζεις το νού σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τρία χρόνες τσ̑αστεύταμ' μο την πείνα τζ̑αι το γιογλιέχι
(Τρία χρόνια βασανιστήκαμε από την πείνα και την ανέχεια)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Έσ̑ει πέντε ημέρες τσ̑αστευούμεστε να νάρτουμ' σο χωρίο μας
(Έχει πέντε μέρες που παιδευόμαστε να έρθουμε στο χωριό μας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Ασμ.
Μη με τσαστεύ' γουζί μου, τζαι βγκάλλει-ν την ψυσ̑ή μου
(Μη με βασανίζεις αρνάκι μου, και βγαίνει η ψυχή μου)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Συνών.
σουρουντουρντίζω, τζιγαρίζομαι :1, τυραννίζω