τυραννίζω
(ρ.)
τυραννίζου
[tiraˈnizu]
Μισθ.
Παρατατ. γ' Εν.
τυραννιζότον
[tiraniˈzoton]
Τελμ.
Αόρ.
τυραννίστα
[tiraˈnista]
Μισθ.
τυράνν’τσια
[tiˈrantsça]
Μισθ.
Αρχ. ρ. τυραννίζω = συμμετέχω σε τυραννία.
Βασανίζω, ταλαιπωρώ
ό.π.τ.
:
Κυρφάς τυραννιζότον
(κρυφά βασανιζόταν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντυό πολύ μι ποίκαν, τυράνν’τσιαν μι
(οι δυο πολλά μου έκαναν, με ταλαιπώρησαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ταύσ̑αμ' πολύ, τυραννίσταμ' σου παπούρ’
(τραβήξαμε πολλά, βασανιστήκαμε στο βαπόρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
σουρουντουρντίζω, τζιγαρίζομαι :1, τσαστεύω