ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυραννίζω (ρ.) τυραννίζου [tiraˈnizu] Μισθ. Παρατατ. γ' Εν. τυραννιζότον [tiraniˈzoton] Τελμ. Αόρ. τυραννίστα [tiraˈnista] Μισθ. τυράνν’τσια [tiˈrantsça] Μισθ. Αρχ. ρ. τυραννίζω = συμμετέχω σε τυραννία.
Βασανίζω, ταλαιπωρώ ό.π.τ. : Κυρφάς τυραννιζότον (κρυφά βασανιζόταν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντυό πολύ μι ποίκαν, τυράνν’τσιαν μι (οι δυο πολλά μου έκαναν, με ταλαιπώρησαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ταύσ̑αμ' πολύ, τυραννίσταμ' σου παπούρ’ (τραβήξαμε πολλά, βασανιστήκαμε στο βαπόρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. σουρουντουρντίζω, τζιγαρίζομαι :1, τσαστεύω