τυρικούμι
(ουσ. ουδ.)
τυρικούμι
[tiriˈkumi]
Μισθ., Τσαρικ.
Από τα ουσ. τυρί και κουμνί, όπου και τύπ. κουμί, και χωρίς θεματικό φωνήεν.
Κουμνί για το τυρί
ό.π.τ.