τυρικούμι
(ουσ. ουδ.)
τυρικούμι
[tiriˈkumi]
Μισθ., Τσαρικ.
Από τα ουσ. τυρί και κουμνί, όπου και τύπ. κουμί.
Κουμνί για το τυρί
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025