τυριώνας
(ουσ. αρσ.)
τυριώνας
[tiˈrʝonas]
Ανακ.
τυριώνα
[tiˈrʝona]
Μαλακ., Ποτάμ.
Από το ουσ. τυρί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Υπόγειος χώρος όπου αποθηκεύεται και συντηρείται το τυρί
Ανακ., Μαλακ.
2. Χώρος αποθήκευσης των ζαρζαβατικών
Ποτάμ.
Τροποποιήθηκε: 19/08/2025