ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυφλός (επίθ.) τυφλός [tiˈflos] Φάρασ. τυφλό [tiˈflo] Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. τ͑υφλό [tʰiˈflo] Αξ., Μισθ. τσυφλό [tsiˈflo] Γούρδ. τσ̑υφλός [tʃiˈflos] Σίλ. τσ̑υφλό [tʃiˈflo] Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. κυφλό [ciˈflo] Τελμ. Θηλ. τύφλισσα [ˈtiflisa] Φάρασ. Αρχ. επίθ. τυφλός. Ο τύπ. τύφλισσα από τον αρσ. τύπ. με παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Ο τύπ. κυφλό από υπερδιόρθ.
Συχνά με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., τυφλός ό.π.τ. : Τυφλό, τα μάτια τ’ δε θωρούν (τυφλός, τα μάτια του δεν βλέπουν) Ανακ. -Κωστ.Α. Ήρτεν ένα τσ̑υφλό χισμεκέρ, να ’εμώσ̑’ λαήνια (ήρθε ένας τυφλός υπηρέτης να γεμίσει νερό· ) Σίλ. -Dawk. Τόνα ντεβετζ̑ής ήτου κουφός και τὄνα τσ̑υφλό (ο ένας καμηλιέρης ήταν κουφός και ο άλλος τυφλός· ) Γούρδ. -Dawk. || Φρ. Τσ̑υφλός ποντζικός (τυφλός ποντικός˙ ο τυφλοπόντικας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑υφλό τσ̑υφλό πάπαρα (Τυφλή τυφλή μύγα˙ Το παιχνίδι τυφλόμυγα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑υφλό μούγια (Τυφλή μύγα˙ Το παιχνίδι τυφλόμυγα) Αραβαν. -Φωστ. || Παροιμ. Η σκύλα ας την βιά της τυφλά γεννά τα κουτιά της (Η σκύλα από τη βιασύνη της γεννάει τυφλά τα κουτάβια της˙ Τα έργα που γίνονται βιαστικά δε γίνονται σωστά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Να σε ιδώ, Πόρφυρε, να μη χαρείς τον κόσμον,
ν' αφήσεις ένα τυφλόν, ένα κουψόν, ένα μονογιανάτον,
και ας μη φέρει κανείς κρύα κρύα χαπάρια
(να σε δω, Πόρφυρε, να μην χαρείς τον κόσμο,
αν αφήσεις ένα τυφλό έναν κουτσό, ἐνα μονογενή,
και ας μη φέρει κανείς κρύες κρύες ειδήσεις)
Τελμ. -Lag.
Συνών. κιορ