τύχη
(ουσ. θηλ.)
τύχη
[ˈtiçi]
Ανακ., Σίλ.
τύσ̑’
[tiʃ]
Σινασσ.
Αρχ. ουσ. τύχη.
Τύχη, καλοτυχία
ό.π.τ.
:
’ό μας τύχη
(δική μας τύχη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Και ένα καλό τύχη
(και μιά καλή τύχη˙ ευχή σε ανύπανδρη γυναίκα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.