ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τύχη (ουσ. θηλ.) τύχη [ˈtiçi] Ανακ., Σίλ. τύσ̑’ [tiʃ] Σινασσ. Αρχ. ουσ. τύχη.
Τύχη, καλοτυχία ό.π.τ. : ’ό μας τύχη (δική μας τύχη) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Και ένα καλό τύχη (και μιά καλή τύχη˙ ευχή σε ανύπανδρη γυναίκα) Ανακ. -Κωστ.Α.