ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαζές (ουσ. ουδ.) γαζές [ɣaˈzes] Σινασσ. γαζέ [ɣaˈze] Αραβαν., Σίλ., Σινασσ. γατάς [ɣaˈtas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kaza (< αραβ. ḳaḍāˀ) = α) ατύχημα β) δυστύχημα γ) πάθημα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gada = κακό, ασθένεια.
Ατυχία, συμφορά, κακό ό.π.τ. : Πατισάχος φοβήρη, άτζαbα ήρτε σο κιφάλι τ' ἐνα γαζέ (ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως της συνέβη κάτι κακό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. ’ένηκι τρεις φοράς γεβαίνουμι γαζέ (Τρεις φορές έγινε και περνάμε κακό, τρίτωσε το κακό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Παίρω το γατά σου (Παίρνω τον κίνδυνό σου˙ διακινδυνεύω για σένα) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Συνών. ιρένγκι, κακό :1, φελακέτ