γαζές
(ουσ. ουδ.)
γαζές
[ɣaˈzes]
Σινασσ.
γαζέ
[ɣaˈze]
Αραβαν., Σίλ., Σινασσ.
γατάς
[ɣaˈtas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kaza (< αραβ. ḳaḍāˀ) = α) ατύχημα β) δυστύχημα γ) πάθημα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gada = κακό, ασθένεια.
Ατυχία, συμφορά, κακό
ό.π.τ.
:
Πατισάχος φοβήρη, άτζαbα ήρτε σο κιφάλι τ' ἐνα γαζέ
(ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως της συνέβη κάτι κακό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
’ένηκι τρεις φοράς γεβαίνουμι γαζέ
(Τρεις φορές έγινε και περνάμε κακό, τρίτωσε το κακό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Παίρω το γατά σου
(Παίρνω τον κίνδυνό σου˙ διακινδυνεύω για σένα)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Συνών.
ιρένγκι, κακό :1, φελακέτ