γάζημα
(ουσ. ουδ.)
γάιτζημα
[ˈɣaidzima]
Σίλ.
Από το ρ. καζντώ, όπου και τύπ. γαϊdζ̑ίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και τουρκ. kazıma = σκάψιμο.
Σκάψιμο
Συνών.
γρύξιμο, λάχτισμα :2, ρύξιμα