γάζημα
(ουσ. ουδ.)
γάιτζημα
[ˈɣaidzima]
Σίλ.
Από το ρ. καζντώ, όπου και τύπ. γαϊτζ̑ίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και τουρκ. kazıma = σκάψιμο.
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025