γαϊδουράγκαθο
(ουσ. ουδ.)
γαïdουράνgαγιο
[ɣaiduˈrangaʝo]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. γαϊδουράκανθον.
Τροποποιήθηκε: 09/05/2025