γαϊδουράγκαθο
(ουσ. ουδ.)
γαïdουράνgαγιο
[ɣaiduˈrangaʝo]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. γαϊδουράκανθον (βλ. LBG, λ. γαϋδουράκανθον).