γαϊδουρομελίσσι
(ουσ. ουδ.)
γαϊδιρουμελίσσι
[ɣaiðirumeˈlisi]
Φάρασ.
Από τα ουσ. γαϊδούρι, όπου και τύπ. γαϊδίρι, και μελίσσι.
1. Σφήκα
Πβ.
αγριομέλισσα, μπιγελέκος :2
2. Αγριομέλισσα
Συνών.
αγριομέλισσα