ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάιδαρος (ουσ. αρσ.) γάιdαρους [ˈɣaidarus] Σίλ. γάιταρους [ˈɣaitarus] Σίλ. γάιdουρους [ˈɣaidurus] Σίλ. γάδαρος [ˈɣaðaros] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. γάδαρος -γάιδαρος. Ο τύπ. γάιdουρος αναλογ. προς το γαϊδούρι.
1. Γάιδαρος ό.π.τ. : Γέβ'κη εις γάιdαρους (Πέρασε ένας γάιδαρος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Καμήλας γάιdαρους (Καμήλας γάιδαρος˙ το γαϊδούρι που πηγαίνει μπροστά από το καραβάνι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Παροιμ. Δύο γαδάροι μἀλωναν σε ξένην αχυρώνα (Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα˙ για εκείνους που μαλώνουν για κάτι που δεν τους αφορά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γαϊδούρι, γομάρι, εσέκ
2. Χαρακτηρισμός για άνθρωπο αναίσθητο και αγενή Σίλ., Σινασσ. : Γάιdαρους άρτουπους (Αγενής άνθρωπος) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Ακάλεστος άνθρωπος, καθολικός γάδαρος (Ο ακάλεστος άνθρωπος είναι εντελώς γάιδαρος˙ είναι αγένεια να πηγαίνει κανείς κάπου ακάλεστος) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γαϊδούρι