γάιδαρος
(ουσ. αρσ.)
γάιdαρους
[ˈɣaidarus]
Σίλ.
γάιταρους
[ˈɣaitarus]
Σίλ.
γάιdουρους
[ˈɣaidurus]
Σίλ.
γάδαρος
[ˈɣaðaros]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. γάδαρος -γάιδαρος. Ο τύπ. γάιdουρος αναλογ. προς το γαϊδούρι.
1. Γάιδαρος
ό.π.τ.
:
Γέβ'κη εις γάιdαρους
(Πέρασε ένας γάιδαρος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Καμήλας γάιdαρους
(Καμήλας γάιδαρος˙ το γαϊδούρι που πηγαίνει μπροστά από το καραβάνι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Δύο γαδάροι μἀλωναν σε ξένην αχυρώνα
(Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα˙ για εκείνους που μαλώνουν για κάτι που δεν τους αφορά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γαϊδούρι, γομάρι, εσέκ
2. Χαρακτηρισμός για άνθρωπο αναίσθητο και αγενή
Σίλ., Σινασσ.
:
Γάιdαρους άρτουπους
(Αγενής άνθρωπος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Ακάλεστος άνθρωπος, καθολικός γάδαρος
(Ο ακάλεστος άνθρωπος είναι εντελώς γάιδαρος˙ είναι αγένεια να πηγαίνει κανείς κάπου ακάλεστος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γαϊδούρι