ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαζούχ (ουσ. ουδ.) qαζι̂́χ [qaˈzɯx] Φλογ. γαζούχ [ɣaˈzux] Μισθ., Σινασσ. γιαζι̂́χ' [ʝaˈzɯx] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kazık, όπου και διαλεκτ. τύπ. kazuk = α) πάσσαλος β) μτφ., δυσκολία, «παλούκι».
1. Πάσσαλος, παλούκι ό.π.τ. : Παππού, έχου τσ̑ι ντασ̑άχια, έχου τσ̑ι γιαζι̂́χ' απ'κάτ' (Παππού, έχω και αρχίδια, έχω και παλούκι από κάτω) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. 'πόμα ξερό qαζι̂́χ (Απόμεινα ξερό κούτσουρο˙ απέμεινα μόνος κι έρημος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. πάλος, πασσάλι
β. Ειδικότ., ο πάσσαλος στον αργαλειό για το διάσιμο του στημονιού Μισθ.
2. Μτφ., δύσκολη κατάσταση, δυσχέρεια Μισθ. : || Φρ. Τάφσαν ντου 'να γαζούχ (Του έκαναν ένα καζίκι˙ τον δούλεψαν, το κορόιδεψαν) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αγρί, εζιέτι, ζόρι
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025