ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαζούχ (ουσ. ουδ.) γαζούχ [ɣaˈzux] Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kazık, όπου και διαλεκτ. τύπ. kazuk = α) πάσσαλος β) μτφ., δυσκολία.
1. Πάσσαλος, παλούκι ό.π.τ. Συνών. πάλος, πασσάλι
β. Ειδικότ., ο πάσσαλος στον αργαλειό για το διάσιμο του στημονιού Μισθ.
2. Μτφ., δύσκολη κατάσταση, δυσχέρεια Μισθ. : || Φρ. Τάφσαν ντου 'να γαζούχ (Του έκαναν ένα καζίκι˙ Τον δούλεψαν, το κορόιδεψαν) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αγρί, εζιέτι, ζόρι