γαζούχ
(ουσ. ουδ.)
γαζούχ
[ɣaˈzux]
Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kazık, όπου και διαλεκτ. τύπ. kazuk = α) πάσσαλος β) μτφ., δυσκολία.
β.
Ειδικότ., ο πάσσαλος στον αργαλειό για το διάσιμο του στημονιού
Μισθ.
2. Μτφ., δύσκολη κατάσταση, δυσχέρεια
Μισθ.
:
|| Φρ.
Τάφσαν ντου 'να γαζούχ
(Του έκαναν ένα καζίκι˙ Τον δούλεψαν, το κορόιδεψαν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αγρί, εζιέτι, ζόρι