ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαζέπι (ουσ. ουδ.) γαζέπι [ɣaˈzepi] Φάρασ. γαζα̈́πι [ɣaˈzæpi] Αφσάρ. Νεότ. ουσ. γαζέπι (Mackridge 2021: 21), το οπ. από το τουρκ. ουσ. gazap = οργή, θυμός, πβ. τουρκ. φρ. Allah gazabı = η οργή του θεού.
Θεία τιμωρία, θεομηνία ό.π.τ. Συνών. κανόνας :2
Τροποποιήθηκε: 17/01/2025