γαζέπι
(ουσ. ουδ.)
γαζέπι
[ɣaˈzepi]
Φάρασ.
γαζα̈́πι
[ɣaˈzæpi]
Αφσάρ.
Νεότ. ουσ. γαζέπι (Mackridge 2021: 21), το οπ. από το τουρκ. ουσ. gazap = οργή, θυμός, πβ. τουρκ. φρ. Allah gazabı = η οργή του θεού.