γαζέλι
(ουσ. ουδ.)
γκαζέλ'
[gaˈzel]
Ουλαγ.
qαζέλ'
[qaˈzel]
Μαλακ., Φλογ.
γαζέλι
[ɣaˈzelι]
Φάρασ.
γαζέλ'
[ɣaˈzel]
Ανακ.
γαζάλι
[ɣaˈzali]
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
γαζα̈́λι
[ɣaˈzæli]
Αφσάρ.
Πληθ.
γαζέλια
[ɣaˈzeʎa]
Ανακ., Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. gazel (< περσ. χazān = φθινόπωρο) = α) φθινόπωρο β) ξερά φύλλα που πέφτουν το φθινόπωρο, όπου και διαλεκτ. τύπ. hazal, kazel και gazal.
1. Τα φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα κατά το φθινόπωρο
Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ.
2. Ειδικότ., τα ξερά φύλλα οπωροφόρων δέντρων ή αμπελιών ως χειμερινή ζωοτροφή
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Εμείς τα γαζάλια στην πλάτη σαν τα ζώα φορτωνομάστανε
(Εμείς τα ξερόφυλλα τα φορτωνόμαστε στην πλάτη σαν τα ζώα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322