ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φλόρια (ουσ.) φλόρια [ˈflorʝa] Σινασσ. φκιόρε [ˈfcore] Φάρασ. Πληθ. φκιόρες [ˈfcores] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. φυλλόροια (< φ’λόρροια).
1. Στον πληθ., ξερά φύλλα Σινασσ.
β. Φυλλόρροια Σινασσ.
2. Πευκοβελόνα Φάρασ.
β. Στον πληθ., οι πευκοβελόνες που έβαζαν στα προσκεφάλια των παιδιών για προστασία δαίμονες ή για να είναι πιο αναπαυτικός ο ύπνος των κοιμωμένων Φάρασ.