φλόρια
(ουσ.)
φλόρια
[ˈflorʝa]
Σινασσ.
φκιόρε
[ˈfcore]
Φάρασ.
Πληθ.
φκιόρες
[ˈfcores]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. φυλλόροια (< φ’λόρροια).
1. Στον πληθ., ξερά φύλλα
Σινασσ.
β.
Φυλλόρροια
Σινασσ.
2. Πευκοβελόνα
Φάρασ.
β.
Στον πληθ., οι πευκοβελόνες που έβαζαν στα προσκεφάλια των παιδιών για προστασία δαίμονες ή για να είναι πιο αναπαυτικός ο ύπνος των κοιμωμένων
Φάρασ.