ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φοβητσιάρης (επίθ.) φοβητσ̑άρ' [fovi'tʃar] Μισθ. φοβοτσιάρης [fovοˈtsçaris] Γούρδ. φοβοσ̑τιάρ [fovoʃtˈʝar] Αξ. φοουσ̑άρ [fou'ʃar] Μισθ. φοβουτσιάρ [fovu'tsçar] Μαλακ. φοβουτσ̑άρος [fovuˈtʃaros] Φλογ. Πληθ. φοβοτσιάρια [fovοˈtsçarʝa] Γούρδ. φοβουτσάρα [fovu'tsara] Μαλακ. Από το νεότ. επίθ. φοβητσιάρης < φοβησιάρης. Οι τύπ. φοβοτσιάρης και φοβοσ̑τιάρ' με αφομ. [i] > [o]. Ο τύπ. φοουσ̑άρ' με αφομ. [i] > [o], τροπή [o] > [u] και αποβολή του μεσοφωνηεντ. [v]. Ο τύπ. φοβουτσιάρ' με αφομ. [i] > [o] και τροπή [o] > [u].
Φοβητσιάρης, δειλός ό.π.τ. : Ασ' το είμεστε φοβοτσιάρια κρύβουμεστε μέσ' στα φύλλα (Επειδή είμαστε φοβητσιάρηδες κρυβόμαστε μέσα στα φύλλα) Γούρδ. -Καράμπ. Ατό τσείδι φοβιτσιάρ (Αυτός είναι δειλός) Μισθ. -Κοτσαν.