φοβητσιάρης
(επίθ.)
φοβητσ̑άρ'
[fovi'tʃar]
Μισθ.
φοβοτσιάρης
[fovοˈtsçaris]
Γούρδ.
φοβοσ̑τιάρ
[fovoʃtˈʝar]
Αξ.
φοουσ̑άρ
[fou'ʃar]
Μισθ.
φοβουτσιάρ
[fovu'tsçar]
Μαλακ.
φοβουτσ̑άρος
[fovuˈtʃaros]
Φλογ.
Πληθ.
φοβοτσιάρια
[fovοˈtsçarʝa]
Γούρδ.
φοβουτσάρα
[fovu'tsara]
Μαλακ.
Από το νεότ. επίθ. φοβητσιάρης < φοβησιάρης. Οι τύπ. φοβοτσιάρης και φοβοσ̑τιάρ' με αφομ. [i] > [o]. Ο τύπ. φοουσ̑άρ' με αφομ. [i] > [o], τροπή [o] > [u] και αποβολή του μεσοφωνηεντ. [v]. Ο τύπ. φοβουτσιάρ' με αφομ. [i] > [o] και τροπή [o] > [u].
Φοβητσιάρης, δειλός
ό.π.τ.
:
Ασ' το είμεστε φοβοτσιάρια κρύβουμεστε μέσ' στα φύλλα
(Επειδή είμαστε φοβητσιάρηδες κρυβόμαστε μέσα στα φύλλα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ατό τσείδι φοβιτσιάρ
(Αυτός είναι δειλός)
Μισθ.
-Κοτσαν.