ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φοβέρι (ουσ. ουδ.) φοβέρι [foˈveri] Ανακ. φοβόρ' [foˈvor] Μαλακ., Μισθ., Τροχ. φοβόρια [foˈvorʝa] Μισθ., Τροχ. Από το ρ. φοβερίζω, όπου και τύπ. φοβορίζω, υποχωρητ.
1. Σκιάχτρο, φόβητρο ό.π.τ. : Χέκουμ' φοβόρια ’ς αμπέλ’ (Βάζουμε σκιάχτρα στ΄ αμπέλι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αλιμπιλάχος
2. Στοιχειό, μπαμπούλας Τροχ. Συνών. ιν, τζίνι, μπάμπουλας, σιρτλάγκος :3, χούχος
Τροποποιήθηκε: 29/05/2025