φοβέρι
(ουσ. ουδ.)
φοβέρι
[foˈveri]
Ανακ.
φοβόρ'
[foˈvor]
Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
Από το ρ. φοβερίζω, όπου και τύπ. φοβορίζω, υποχωρητ.
Σκιάχτρο, φόβητρο
ό.π.τ.
:
Χέκουμ' φοβόρια ’ς αμπέλ'
(Βάζουμε σκιάχτρα στ΄ αμπέλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αλιμπιλάχος