ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φοβερίζω (ρ.) φοβερίζω [foveˈrizo] Σινασσ., Φάρασ. φοβορίζω [fovoˈrizo] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. φοβορίζου [fovoˈrizu] Μισθ. φο'ιρίζου [foiˈrizu] Φάρασ. Αόρ. φοβόρ'σα [foˈvorsa] Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. Από το μεταγν. ρ. φοβερίζω = τρομοκρατώ. Οι τύπ. φοβορίζω και φοβορίζου με αφομ. [e] > [o]. Ο τύπ. φοϊρίζου με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [v] και προχωρητική αφομ. [e] > [i].
1. Ασκώ εκφοβισμό ό.π.τ. : Κάθε μέρα φοβερίζεις με με την πεθερά, τι έν' η πεθερά, θεριό και να με φάγ'; (Κάθε μέρα με φοβερίζεις με την πεθερά, τι είναι η πεθερά, θηρίο που θα με φάει;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Έρουντι Dωεκάρια, τσ̑αλντούν, βγάλλουν ντα μάτια σ', φοβόριζαμ' ντα φσ̑άχα (έρχονται τα Δωδεκάρια, τσιμπούν, σου βγάζουν τα μάτια, φοβερίζαμε τα παιδιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Φοβόριζαμ' ντα φσ̑άχα, λέιξαμ' ντα να δα πάρ'νι ντα ντωεκάρια στ' άλλουν ντου γκόσμου, τσι τσοιμώδαν (φοβερίζαμε τα παιδιά, τους λέγαμε ότι θα τους πάρουν οι καλικάντζαροι στον άλλο κόσμο και κοιμόντουσαν) Μισθ. -Κοτσαν. Τα φσ̑άχα γιάι ντα φοβόρ'σις; (Τα παιδιά γιατί τα φοβέρισες;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πενήνdα εξήνdα χρόνια ομπρό κάκες μας φοβόριζαν μας με του σπιτσιού τσοίχος (Πριν από 50-60 χρόνια οι γιαγιάδες μας μας φοβέριζαν με το στοιχειό του σπιτιού) Γούρδ. -Καράμπ. || Παροιμ. Φοβορίζ̑εις το καμήλ' ασ' το καμηλάγκαγιο (φοβερίζεις την καμήλα με το καμηλάγκαθο;˙ όταν φοβερίζουμε κάποιον με απειλή που δεν του προξενεί εντύπωση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαχουρλαΐζω :2, κορκουντίζω
2. Ειδικότ., απειλώ Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. : Φοβορίεις μοι (με απειλείς) Μισθ. -Κοτσαν. Φοβερίσκαν το σπίτι του (απειλούσαν το σπίτι του) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Θεραπεύω πληγή πλησιάζοντάς τη στη φωτιά ή σε πυρακτωμένο αντικείμενο Αξ., Φάρασ.