φορεσιά
(ουσ. θηλ.)
φορεσία
[foreˈsia]
Φάρασ.
φορεσ̑ά
[fore'ʃa]
Σίλ.
φορ'σ̑ά
[for'ʃa]
Αραβαν.
φορ'σιά
[for'sça]
Γούρδ.
φορτσ̑ά
[for'tʃa]
Αξ., Μισθ.
Γεν. Εν.
φορτσ̑εσιού
[fortʃesˈʝu]
Ουλαγ.
Πληθ.
φορ'σ̑ές
[for'ʃes]
Αραβαν.
φορ'σές
[for'ses]
Γούρδ.
φορτσ̑ές
[for'tʃes]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. φορεσιά.
Ρούχο, φορεσιά
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
:
Χεμέν φόρεσεν τη φορεσία, γαλίdζ̑εψεν τ' άβγον
(Μόλις φόρεσε την φορεσιά, καβάλησε το άλογο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ντα φορτσ̑ές μας ας τ’ αλλάξω
(Ας αλλάξω τα ρούχα μας)
Ουλαγ.
-Dawk.
Λαχτούμ' φορ'σ̑ές
(Πλένουμε ρούχα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χαζιρλάτ'σε το να μεταλλάξ̑' τα φορτσ̑ές
(Ετοίμασε τα ρούχα που θα αλλάξει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντα κορίτσ̑ια κρεύισ̑γκαν φορτσ̑ές
(Τα κορίτσια επιθυμούσαν ρούχα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το παιρί έπ'καν ντο σεραϊλού και φόρσαν ντο γατιφεριού φορ'σ̑ές
(Το παιδί το πήραν στο παλάτι και του φόρεσαν βελουδένια ρούχα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σο πλακόν' απάνω λαχτούμ' τα φορ'σ̑έζ μας
(Στο πλακόνι απάνω πλένουμε τα ρούχα μας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φορ'τσ̑εσιού ντο ράφτημα
(Των ρούχων το ράψιμο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντα φορτσ̑ές ξέρωσαν μι;
(Τα ρούχα στέγνωσαν;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εκείνο ντεν ίνανσε, έdεκεν ντο φορτσ̑ές γκαι ντο άλοχο τ' γκαι σάλ'σεν ντο
(Εκείνος δεν πίστεψε, της έδωσε ρούχα και το άλογο και την έστειλε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Βγάλλου τα φορτσ̑ές
(Ξεβγάζω τα ρούχα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Νύφ' ντώκιν πεχ̇ερά τ' ένα φορτσ̑ά
(Η νύφη έδωσε στην πεθερά της μία φορεσιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα φορτσ̑έζ-ου-τ' έχ'νε χίλια π͑αλώματα
(Τα ρούχα του έχουν χίλια μπαλώματα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εγιώ 'ς το χωριό τ͑ίς πλυνίσ̑κ' καλά φορτσ̑ές;
(Εδώ στο χωριό ποιος πλένει καλά τα ρούχα;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίνιξαμ' ’ς Νίγτη γιοσά ’ς Καισάρεια ν΄ αγοράσουμ' φορτσ̑ές
(Πηγαίναμε στην Νίγδη ή στην Καισάρεια να αγοράσουμε ενδύματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ιμάτι, σαγιάς :1, τσόλι, φόρεμα :2, ρούχο
β.
Άπλυτα ρούχα
Αραβαν., Φερτάκ.
:
Σ̑ήμερ' έχουμ' φορ'σ̑ές
(Σήμερα έχουμε ρούχα (για πλύσιμο)
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
γ.
Στον πληθ., ασπρόρουχα
Αραβαν.