ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φορεσιά (ουσ. θηλ.) φορεσία [foreˈsia] Φάρασ. φορεσ̑ά [fore'ʃa] Σίλ. φορ'σ̑ά [for'ʃa] Αραβαν. φορ'σιά [for'sça] Γούρδ. φορτσ̑ά [for'tʃa] Αξ., Μισθ. Γεν. Εν. φορτσ̑εσιού [fortʃesˈʝu] Ουλαγ. Πληθ. φορ'σ̑ές [for'ʃes] Αραβαν. φορ'σές [for'ses] Γούρδ. φορτσ̑ές [for'tʃes] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. φορεσιά.
Ρούχο, φορεσιά Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ. : Χεμέν φόρεσεν τη φορεσία, γαλίdζ̑εψεν τ' άβγον (Μόλις φόρεσε την φορεσιά, καβάλησε το άλογο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ντα φορτσ̑ές μας ας τ’ αλλάξω (Ας αλλάξω τα ρούχα μας) Ουλαγ. -Dawk. Λαχτούμ' φορ'σ̑ές (Πλένουμε ρούχα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χαζιρλάτ'σε το να μεταλλάξ̑' τα φορτσ̑ές (Ετοίμασε τα ρούχα που θα αλλάξει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντα κορίτσ̑ια κρεύισ̑γκαν φορτσ̑ές (Τα κορίτσια επιθυμούσαν ρούχα) Ουλαγ. -Dawk. Το παιρί έπ'καν ντο σεραϊλού και φόρσαν ντο γατιφεριού φορ'σ̑ές (Το παιδί το πήραν στο παλάτι και του φόρεσαν βελουδένια ρούχα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σο πλακόν' απάνω λαχτούμ' τα φορ'σ̑έζ μας (Στο πλακόνι απάνω πλένουμε τα ρούχα μας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φορ'τσ̑εσιού ντο ράφτημα (Των ρούχων το ράψιμο) Ουλαγ. -Κεσ. Ντα φορτσ̑ές ξέρωσαν μι; (Τα ρούχα στέγνωσαν;) Ουλαγ. -Κεσ. Εκείνο ντεν ίνανσε, έdεκεν ντο φορτσ̑ές γκαι ντο άλοχο τ' γκαι σάλ'σεν ντο (Εκείνος δεν πίστεψε, της έδωσε ρούχα και το άλογο και την έστειλε) Ουλαγ. -Κεσ. Βγάλλου τα φορτσ̑ές (Ξεβγάζω τα ρούχα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Νύφ' ντώκιν πεχ̇ερά τ' ένα φορτσ̑ά (Η νύφη έδωσε στην πεθερά της μία φορεσιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα φορτσ̑έζ-ου-τ' έχ'νε χίλια π͑αλώματα (Τα ρούχα του έχουν χίλια μπαλώματα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εγιώ 'ς το χωριό τ͑ίς πλυνίσ̑κ' καλά φορτσ̑ές; (Εδώ στο χωριό ποιος πλένει καλά τα ρούχα;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίνιξαμ' ’ς Νίγτη γιοσά ’ς Καισάρεια ν΄ αγοράσουμ' φορτσ̑ές (Πηγαίναμε στην Νίγδη ή στην Καισάρεια να αγοράσουμε ενδύματα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ιμάτι, σαγιάς :1, τσόλι, φόρεμα :2, ρούχο
β. Άπλυτα ρούχα Αραβαν., Φερτάκ. : Σ̑ήμερ' έχουμ' φορ'σ̑ές (Σήμερα έχουμε ρούχα (για πλύσιμο) ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
γ. Στον πληθ., ασπρόρουχα Αραβαν.