φοβοτερός
(επίθ.)
φοβοτερό
[fovoteˈro]
Φλογ.
Aπό το αρχ. επίθ. φοβητός και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Φοβερός
:
Καθούτομαι με τα παιδιά μ’ ση μύτ’ μπροστά σο παπόρ’, φοβοτερό μέρος
(Καθόμουν μαζί με τα παιδιά μου στην πλώρη του καραβιού, φοβερό μέρος)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β