ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φοβοτερός (επίθ.) φοβοτερό [fovoteˈro] Φλογ. Aπό το αρχ. επίθ. φοβητός και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Φοβερός : Καθούτομαι με τα παιδιά μ’ ση μύτ’ μπροστά σο παπόρ’, φοβοτερό μέρος (Καθόμουν μαζί με τα παιδιά μου στην πλώρη του καραβιού, φοβερό μέρος) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β