φοβότρα
(ουσ. θηλ.)
φοβότρα
[foˈvotra]
Μαλακ.
Από ρ. φοβούμαι, όπου και τύπ. φοβόμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -τρα ΙΙ. Πβ. αρχ. ουσ. φόβητρον.
Απειλή