ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φορώ (ρ.) φορώ [foˈro] Ανακ., Σίλ. φοραίνω [foˈreno] Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ. φορύνω [foˈrino] Φάρασ. φορώνω [foˈrono] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φερτάκ. φορώνου [foˈronu] Μισθ., Σίλ., Φλογ. φοραίνου [foˈrenu] Φάρασ. φοραινίσ̑κω [foreˈniʃko] Αραβαν. φαραίνω [faˈreno] Σινασσ. Παρατατ. φορούσα [foˈrusa] Σίλ. φόρεζα [ˈforeza] Μισθ. φόρωνα [ˈforona] Γούρδ., Τελμ. φόρουνα [ˈforuna] Μισθ. φόραινα [ˈforena] Ουλαγ. φόρεινα [ˈforina] Σίλ. φόρ'να [ˈforna] Σίλατ., Φλογ. φορένκα [foˈrenka] Φάρασ. φόρισ̑κα [ˈforiʃka] Μισθ. φόρωνισ̑κα [ˈforoniʃka] Αραβ., Ουλαγ. φορωϊνόσκα [foroiˈnoska] Σίλ. Αόρ. φόρεσα [ˈforesa] Τελμ., Φάρασ. φόρωσα [ˈforosa] Αξ., Σίλ. φόρουσα [ˈforusa] Μαλακ. φόρ'σα [ˈforsa] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ. Υποτ. Αόρ. φορέσω [foˈreso] Ανακ., Αραβαν. φορώσω [foˈroso] Τελμ., Φλογ. φορώσου [foˈrosu] Μισθ., Σίλ. Προστ. φόρ' [ˈfor] Ουλαγ. Παθ. φορώνουμου [foˈronumu] Σίλ. Μτχ. φορεμένος [foreˈmeno] Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ. φορεμένου [foreˈmenu] Φάρασ. φορωμένο [foroˈmeno] Γούρδ., Ουλαγ. Θηλ. φορεμέν' [foreˈmen] Σινασσ. Από το αρχ. ρ. φορῶ. Το αορ. φόρεσα από μεταγν. αορ. ἐφόρεσα, ο οπ. από αρχ. αόρ. ἐφόρησα. Ο τύπ. φοραίνω με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -αίνω· ο μεταπλ. ήδη μεσν. Ο τύπ. φορώνω με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -ώνω. Ο τύπ. φοραινίσ̑κω σχηματίστηκε με βάση το μη συνοπτ. θ. φοραιν- και το -ίσκω. Ο τύπ. φαραίνω με τροπή [o] > [a].
1. Φορώ, φέρω πάνω μου ό.π.τ. : Φορών' ντα τσόλια τ' (Φορά τα ρούχα του) Μαλακ. -Dawk. Ύστερα το κορίτσ̑΄ φορών' ντο κουλάχ (Ύστερα το κορίτσι φορά την κάπα) Φλογ. -Dawk. Ύστερα αν ντο μέγα τράν'σενε σα μέσα τ' και φορών' ένα ζωνάρ' (Ύστερα η μεγαλύτερη είδε ότι στη μέση της φορά μία ζώνη) Σίλατ. -Dawk. Πίσια φορ'τσιές φορών' (Άσχημα ρούχα φορά) Μισθ. -Κοτσαν. Φορών' τ' βασ̑ιλιού τ' νύφ'ς τα φορ'τσές (Φορά του βασιλιά της νύφης τα ρούχα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να φορώσου ρούχα ρεν έχου (Να φορέσω ρούχα δεν έχω) Σίλ. -Dawk. Άντο και πήγεν, να το φορώσ̑ αλαμιά (Και όταν πήγε να το φορέσει άλλη μία φορά ) Τελμ. -Dawk. Και ντα φορών' ετό το παιδί, και μπαίν' σο qασάπ μπασ̑ή (Και το αγόρι τα φορά και πηγαίνει στον χασάπη) Φλογ. -Dawk. 'γώ ερ να χαθώ, αdιά τα παπούτσα μου όdις αν ντα φορέσει, έπαρ' αdζ̑είνο (Αν πεθάνω, όποια θα φορέσει τα παπούτσια μου, παντρέψου τη) Φάρασ. -Dawk. Τζ̑αι στέρου ντα παπούτσα φορεσέν ντα η κόρη του (Και ύστερα τα παπούτσια τα φόρεσε η κόρη του) Φάρασ. -Dawk. Και φόρεσεν τα παλιά (Και φόρεσε τα παλιά) Τελμ. -Dawk. Φόρεσά ντα ρούχα (Φόρεσα τα ρούχα) Φάρασ. -Dawk. Φόρσαν τα καλά τουν (Φόρεσαν τα καλά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όζαμαν ντα φόρονισ̑κε ντα φορ'τσ̑ές έβγαν (Τότε τα ρούχα που φορούσε βγήκαν) Ουλαγ. -Κεσ. Φόρεζαμ' τα π͑αλιά τα ρούχα (Φορούσαμε τα παλιά τα ρούχα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Φορ'τσιά ντου φορώνεις έχ' ρούπουϊα (Το ρούχο που φοράς έχει λεκέδες) Μισθ. -Κοτσαν. Φορώνου ντα γούντουρι μ' (Φορώ τα παπούτσια μου) Μισθ. -Κοτσαν. Βρατσί ντε φορών' (Σώβρακο δε φορά) Μισθ. -Κοτσαν. Φορώνανε κόκκινα παπούτσια (Φορούσαν κόκκινα παπούτσια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να βγάλετε τα φορώνετε τα φουστάνια αποπάνω σας (Να βγάλετε τα φουστάνια που φοράτε από πάνω σας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Νύφ' πάλε μαίνισ̑κεν απεσωνού το σπίτ', βγάλλισ̑κεν το εντερί τ' και φόρ'νεν το τολαμά τ' (Η νύφη πάλι έμπαινε μέσα στο σπίτι, έβγαζε το αντερί της και φόραγε το ντουλαμά της) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Φορώνου ντ' αλτουλούχ (Φέρω πάνω μου το πιστόλι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βαστώ :1
2. Ντύνω Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φάρασ. : Φόρ’ το το παιρί (Ντύσε το το παιδί) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Φοραίνει ντα τσ̑αι 'πε ζύ ρούχα (Τους ντύνει με μία αλλαξιά ρούχα στον καθένα) Φάρασ. -Dawk. Φορένκεν ντα ’πέ ζύ ρούχα (Τους έντυσε με μία αλλαξιά ρούχα στον καθένα) Φάρασ. -Dawk. Φορώνου ντου φσιάχ τσι έρουμι (Ντύνω το παιδί και έρχομαι) Μισθ. -Κοτσαν. Φόρεσέν ντα σο σοqουqτζ̑ή τα ρούχα ντου (Έντυσε με τα ρούχα του τον περιπλανώμενο τεμπέλη) Φάρασ. -Dawk. Το παιρί έπ'καν ντο σεραϊλού και φόρ'σαν ντο γατιφεριού φορ'σ̑ές (Το παιδί το πήραν στο παλάτι και το έντυσαν με ρούχα από βελούδο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φόρ' ντο το 'μο ντα φορ'τσ̑έςι μ' (Ντύσε τον με τα δικά μου τα ρούχα) Ουλαγ. -Κεσ. Πλύνισ̑καμ' μ' άλας, λερό, φόρισ̑καμ κ' ένα αλχ'νό σαϊά (Πλέναμε με αλατόνερο, φορούσαμε στον άρρωστο και ένα κόκκινο φόρεμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Φόρωσα το σάκο τ' με παγών' ντεΐ (Του φόρεσα το σακάκι του για να μην κρυώσει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σωρωφτάτ' να φορώσουμ' ντου γαμπρό νου ποιάσουμ' σ ΄νεκκλησιά (Μαζευτείτε να ντύσουμε τον γαμπρό να τον πάμε στην εκκλησία) Μισθ. -Κοτσαν. Αν δε γιασαντίσ' το φορώνουν μπλε πουκάμισο και βρακί (Αν κάνει παιδιά και δε ζουν, το ντύνουν με μπλε πουκάμισο και σώβρακο) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φορώνουμ' το πουκάμισό τ' (Του φοράμε το πουκάμισό του) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Αμτβ., ντύνομαι Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ. : Εναίκα του φορώνιτι (Η γυναίκα του ντύνεται ) Σίλ. -Dawk. || Φρ. Φορεμέν' καμαρωμέν' (Ντυμένη την οποία καμαρώνουν ˙ Για καλοντυμένη γυναίκα) Σινασσ. -Βλασ. -Κώστα φόρεσες;-Να φοραίνω.-Πότε γιά;-Σαν σηκωθώ (-Κώστα ντύθηκες;-Θα ντυθώ.-Πότε λοιπόν;-Όταν σηκωθώ ˙ Για όσους δυσκολεύονται να ξυπνήσουν το πρωί) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Σ 'ένα γίλ απάνω φορεμένο (Σε μία τρίχα πάνω ντυμένος ˙ Για τους καλοντυμένους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.