ξυμνώνω
(ρ.)
ξυμνώνω
[ksiʹmnono]
Φάρασ.
Αόρ.
ξύμνωσα
[ˈksimnosa]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
Προστ.
ξύμνου
[ʹksimnu]
Φάρασ.
Παθ.
ξυμνούμαι
[ksimˈnume]
Φάρασ.
Αόρ.
ξυμνώθα
[ksiˈmnoθa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ξεγυμνώνω < μεταγν. ἐκγυμνόω.
1. Γδύνω -ομαι
ό.π.τ.
:
Πώς ξυμνούσαι;
(Γιατί ξεγυμνώνεσαι;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ξυμνώθη ο βασιλός, φόρεσέν dα σο σοqουqτζή τα ρούχα dου
(Γδύθηκε ο βασιλιάς, φόρεσε τα ρούχα του στον αλήτη)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γδύνω
2. Ληστεύω
Φκόσ.
:
Του ήρταν να με ξυμνώσουν ήσανdι κλέφτοι
(Αυτοί που ήρθαν να με ληστέψουν ήταν κλέφτες)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Μας ξύμνωσαν και φύγαμε
(Μας πήραν όλα μας τα λεφτά και φύγαμε)
Αφσάρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
σοϊντούζω
Τροποποιήθηκε: 23/06/2025