ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυμνώνω (ρ.) ξυμνώνω [ksimˈnono] Φάρασ. Αόρ. ξύμνωσα [ˈksimnosa] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. Παθ. ξυμνούμαι [ksimʹnume] Φάρασ. Αόρ. ξυμνώθα [ksiʹmnoθa] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. ξεγυμνώνω < μεταγν. ἐκγυμνόω.
1. Γδύνω ό.π.τ. : Πώς ξυμνούσαι; (Γιατί ξεγυμνώνεσαι;) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. γδύνω
2. Ληστεύω Φκόσ. : Του ήρταν να με ξυμνώσουν ήσανdι κλέφτοι (Αυτοί που ήρθαν να με ληστέψουν ήταν κλέφτες) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Μας ξύμνωσαν και φύγαμε (Μας πήραν όλα μας τα λεφτά και φύγαμε) Αφσάρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. σοϊντούζω