ξυμνώνω
(ρ.)
ξυμνώνω
[ksimˈnono]
Φάρασ.
Αόρ.
ξύμνωσα
[ˈksimnosa]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
Παθ.
ξυμνούμαι
[ksimʹnume]
Φάρασ.
Αόρ.
ξυμνώθα
[ksiʹmnoθa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ξεγυμνώνω < μεταγν. ἐκγυμνόω.
2. Ληστεύω
Φκόσ.
:
Του ήρταν να με ξυμνώσουν ήσανdι κλέφτοι
(Αυτοί που ήρθαν να με ληστέψουν ήταν κλέφτες)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Μας ξύμνωσαν και φύγαμε
(Μας πήραν όλα μας τα λεφτά και φύγαμε)
Αφσάρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
σοϊντούζω