ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξινίσκω (ρ.) ξ̑ινίσ̑κω [kʃiˈniʃko] Τελμ. Από το ρ. σ̑κίνω (<σκίζω με μεταπλ. σε -νω με βάση το θ. αορ.) με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -ίσ̑κω και μετάθ. [ʃk-kʃ].
Σκίζω : Το παιδί ξ̑ινίσ̑κει το χαρτσ̑ί (Το παιδί σκίζει την επιστολή ) Τελμ. -Dawk. Συνών. γιαρντώ, κανίζω, σκίζω