ξινίσκω
(ρ.)
ξ̑ινίσ̑κω
[kʃiˈniʃko]
Τελμ.
Από το ρ. σ̑κίνω (<σκίζω με μεταπλ. σε -νω με βάση το θ. αορ.) με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -ίσ̑κω και μετάθ. [ʃk-kʃ].