ξύσιμο
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ύσιμο
[ʹkʃisimo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
Aπό το νεότ. ουσ. ξύσιμον, το οπ. από το ρ. ξύνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο,
Ξύσιμο
ό.π.τ.