ξύσιμο
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ύσιμο
[ˈkʃisimo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ.
Aπό το νεότ. ουσ. ξύσιμον, το οπ. από το ρ. ξύνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Ξύσιμο
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 03/08/2025