ξυπνώ
(ρ.)
ξυπνώ
[ksiˈpno]
Σίλ.
ξ̑υπνώ
[kʃiˈpno]
Αξ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
ξυπνάου
[ksiˈpnau]
Φάρασ.
Αόρ.
ξύπνησα
[ˈksipnisa]
Φάρασ., Φλογ.
ξ̑ύπνησα
[ˈkʃipnisa]
Σίλ., Φλογ.
ξύπ’σα
[ˈksipsa]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ.
ξ̑ύπ'σα
[ˈkʃipsa]
Σίλατ., Φλογ.
Προστ.
ξύπνου
[ˈksipnu]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. ἐξυπνάω-ῶ με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Ο τύπ. ξυπνώ ήδη μεσν.
1. Αμτβ., ξυπνάω, επανέρχομαι από την κατάσταση του ύπνου στην κατάσταση της εγρήγορσης
ό.π.τ.
:
Το παιδί ξ̑υπνά ζαbάχναν
(Το παιδί ξυπνάει το πρωί)
Φλογ.
-Dawk.
Το γλυκοχάραγμα ξύπ'σεν όλος ο κόσμος ασ' την λάμψη του παλατιού
(Το γλυκοχάραμα ξύπνησε όλος ο κόσμος από την λάμψη του παλατιού)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Παιρί ξ̑ύπνησι
(Το παιδί ξύπνησε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έρκ͑αdα να ξ̑ύπνηεις
(Νωρίς να ξυπνήσεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ύστερα ξ̑ύπνησεν σαράφης, και δεν έμαθεν το είνdαι τον dόπο
(Ύστερα ξύπνησε ο αργυραμοιβός και δεν αναγνώριζε το μέρος όπου βρίσκονταν)
Φλογ.
-Dawk.
'σ’του λαχτορού το λάλημα ξύπνησαν οι χωρώτοι
(Από το λάλημα του πετεινού ξύπνησαν οι χωρικοί)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ως κοιμάται σ̑ην νύχτα γιουκούν’νει μιά λαλιά «Σε νά ’ρτου, νά ’ρτου μι»; Κι τούτους ξ̑υπνά
(Όπως κοιμάται στην νύχτα ακούει μιά φωνή «Θα έρθω, να έρθω;» Και ο άνθρωπος ξύπνησε)
Σίλ.
-Dawk.
Ντερέ ξύπ'σις; Γιαΐ;
(Τώρα ξύπνησες; Γιατί;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μουχτά τα να ξυπνήσει
(Την σκουντάει για να ξυπνήσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Υπνώνεις ξυπνάς τα χρόνια σου περνάς
(Κοιμάσαι, ξυπνάς, τα χρόνια σου περνάς˙ η ζωή περνάει γρήγορα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γνώθω :1, ουγιαντίζω
β.
Επανέρχομαι στις αισθήσεις μου ή στην ζωή
Σίλατ., Τελμ., Φάρασ.
:
Ετό το κορίτσ̑' δώκαν ντο ιλάτσ̑α, να ξ̑υπ'νήσ̑' ντεΐ· δε ξ̑ύπ'σεν
(Σε αυτό το κορίτσι έδωσαν γιατρικά για να ξαναζωντανέψει· δεν επανήλθε
)
Σίλατ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Ξυπνάτε σεις μικρά πουλιά, ας βγώμ’ από τον Άιδο
((Ξυπνάτε εσείς μικρά πουλιά, ας βγούμε από τον Άδη))
Τελμ.
-Lag.
2. Μτβ., ξυπνώ κάποιον διακόπτω τον ύπνο κάποιου
Αξ., Σίλ.
:
Τ΄ ἀστρου μπιρ ’γει περάσ’ να μ’ ξυπνήεις
(Πριν βγει το άστρο να με ξυπνήσεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γνώθω, ουγιαντιρντίζω
β.
Επαναφέρω κάποιον στις αισθήσεις του
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Παγίνd'ζεν ο φιλάργυρος, τον ξύπ'σαν
(Λιποθύμησε ο φιλάργυρος, τον συνέφεραν
)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Παγίντσα, τίχαλα με ξύπ'σαν δεν το ξεύρω
(Λιποθύμησα, πώς με συνέφεραν δεν το ξέρω
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Λαχτούν τ’ τ͑ύρα, μαίν’νε, ηυρίσκουν ντο μπαϊλντισμένο. Ξυπνούν dο, ρωτούν ντο «Γιατ͑ί γένες ούτσ̑α;» dεγί
(Σπρώχνουν την πόρτα, μπαίνουν, την βρίσκουν λιπόθυμη. Την ξυπνούν, τη ρωτούν «Γιατί έγινες έτσι;»
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Μτφ., ανθίζω, μπουμπουκιάζω
Σίλ.
:
Αγαdζ̑ά ξ̑ύπνησι
(Το δέντρο μπουμπούκιασε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ανθίζω, ανοίγω, γγαστρώνω :3, κινάω, πατλαντίζω :5, τσιτσεκλεντίζω
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025