ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυπνώ (ρ.) ξυπνώ [ksiˈpno] Σίλ. ξ̑υπνώ [kʃiˈpno] Αξ., Σίλ., Φλογ. ξυπνάου [ksiʹpnau] Φάρασ. Αόρ. ξύπνησα [ˈksipnisa] Φάρασ., Φλογ. ξ̑ύπνησα [ˈkʃipnisa] Σίλ., Φλογ. ξύπ’σα [ˈksipsa] Ανακ., Μισθ., Σινασσ. ξ̑ύπ'σα [ˈkʃipsa] Σίλατ. Υποτ. ξυπνήσω [ksiˈpniso] Σίλ. ξ̑υπνήσω [kʃiˈpniso] Σίλατ., Σίλ. Προστ. ξύπνου [ʹksipnu] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. ἐξυπνάω-ῶ με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Ο τύπ. ξυπνώ ήδη μεσν.
1. Αμτβ., ξυπνάω, επανέρχομαι από την κατάσταση του ύπνου στην κατάσταση της εγρήγορσης ό.π.τ. : Το γλυκοχάραγμα ξύπ'σεν όλος ο κόσμος ασ' την λάμψη του παλατιού (Το γλυκοχάραμα ξύπνησε όλος ο κόσμος από τη λάμψη του παλατιού) Σινασσ. -Αρχέλ. Παιρί ξ̑ύπνησι (Το παιδί ξύπνησε) -Κωστ.Σ. Έρκ͑αdα να ξ̑ύπνηεις (Νωρίς να ξυπνήσεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ύστερα ξύπνησεν σαράφης, και δεν έμαθεν το είνdαι τον ντόπο. Ξ̑ύπνησεν και το χανι̂́μ'. (Ύστερα ξύπνησε ο αργυραμοιβός και δεν αναγνώριζε το μέρος όπου βρίσκονταν. Ξύπνησε και η γυναίκα. ) Φλογ. -Dawk. Ως κοιμάται σ̑ην νύχτα γιουκούν-νει μιά λαλιά «Σε νά ’ρτου, νά ’ρτου μι»; Κι τούτους ξ̑υπνά (Όπως κοιμάται στην νύχτα ακούει μιά φωνή «Θα έρθω, να έρθω;» Και ο άνθρωπος ξύπνησε) Σίλ. -Dawk. || Παροιμ. Υπνώνεις ξυπνάς τα χρόνια σου περνάς (Κοιμάσαι, ξυπνάς, τα χρόνια σου περνάς˙ η ζωή περνάει γρήγορα) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γνώθω, ουγιαντώ
β. Επανέρχομαι στις αισθήσεις μου ή στην ζωή Σίλατ., Τελμ., Φάρασ. : Ετό το κορίτσ̑' δώκαν ντο ιλάτσ̑ια, να ξ̑υπ'νήσ̑' ντεΐ. Δέ ξ̑ύπσεν (Σε αυτό το κορίτσι έδωσαν γιατρικά για να ξαναζωντανέψει. Δεν επανήλθε ) Σίλατ. -Dawk.
2. Μτβ., διακόπτω τον ύπνο κάποιου, τον επαναφέρω από την κατάσταση του ύπνου στην κατάσταση της εγρήγορσης Αξ., Σίλ. : Τ΄ ἀστρου μπιρ ’γει περάσ’ να μ’ ξυπνήεις (Πριν βγει το άστρο να με ξυπνήσεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γνώθω, ουγιαντιρντίζω
β. Επαναφέρω κάποιον στις αισθήσεις του Αξ., Σινασσ., Φάρασ. : Παγίνd'ζεν ο φιλάργυρος, τον ξύπ'σαν (Λιποθύμησε ο φιλάργυρος, τον συνέφεραν ) Σινασσ. -Αρχέλ. Παγίντσα, τίχαλα με ξύπ'σαν δεν το ξεύρω (Λιποθύμησα, πώς με συνέφεραν δεν το ξέρω ) Σινασσ. -Λεύκωμα Λαχτούν τ’ τ͑ύρα, μαίν-νε, ηυρίσκουν ντο μπαϊλντισμένο. Ξυπνούν dο, ρωτούν ντο «Γιατ͑ί γένες ούτσ̑α;» dεγί (Σπρώχνουν την πόρτα, μπαίνουν, την βρίσκουν λιπόθυμη. Την ξυπνούν, τη ρωτούν «Γιατί έγινες έτσι;» ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Μτφ., ανθίζω, μπουμπουκιάζω Σίλ. : Αγαdζ̑ά ξ̑ύπνησι (Το δέντρο μπουμπούκιασε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ανθίζω, ανοίγω :8, γγαστρώνω :3, κινάω, πατλαντίζω, τσιτσεκλεντίζω