ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γγαστρώνω (ρ.) γγαστρώνω [gaˈstrono] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τελμ. γγαστρώνου [gaˈstronu] Μισθ., Σίλ. καστρώνω [kaˈstrono] Ανακ., Σινασσ., Φλογ. γαστρώνω [ɣaˈstrono] Αξ. γγαστουρώνου [gastouˈronu] Σίλ. καστουρώνου [kastouˈronu] Σίλ. γγαστουρώου [gastouˈrou] Αόρ. κάστρωσα [ˈkastrosa] Ανακ. καστούρουσα [kaˈstourusa] Σίλ. Παθ. καστουρώνουμου [kastouˈronumu] Σίλ. Αόρ. γγαστρώθα [gaˈstroθa] Τελμ. καστρώθα [kaˈstroθa] Ποτάμ., Φλογ. γγαστρώσ'κα [gaˈstroska] Σίλ. γγαστουρώσ'κα [gastuˈroska] Σίλ. καστουρώσ'κα [kastuˈroska] Σίλ. Μτχ. Θηλ. γγαστρωμέν' [gastroˈmen] Σινασσ. καστρωμέν' [kastroˈmen] Σινασσ. καστρουμέν' [kastruˈmen] Τροχ. γγαστουρμένη [gasturˈmeni] Σίλ. καστουρμένη [kasturˈmeni] Σίλ. Ουδ. γγαστρωμένο [gastroˈmeno] Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Σίλ., Τελμ. καστρωμένο [kastroˈmeno] Ανακ., Αραβαν. γαστρωμένο [ɣastroˈmeno] Αξ. Ουδ. Πληθ. καστρουμένα Μισθ. Από το μεσν. ρ. ἐγγαστρώνω (< μεταγν. ἐγγαστρόω-ῶ). Ο τύπ. γγαστρώνω ήδη μεσν. Ο τύπ. γαστρώνω πιθ. από παρετυμoλ. προς το γαστέρα = κοιλιά.
1. Καθιστώ γυναίκα ή θηλυκό ζώο έγκυο ό.π.τ. : Ετό κάστρωσέν το το ναίκα (Αυτός την γγάστρωσε την γυναίκα) Ανακ. -ΙΛΝΕ
2. Μεσοπαθ., μένω έγκυος ό.π.τ. : Έπ’καν το γκάμο και το κορίτσ̑’ γγαστρώθην (Έκαναν τον γάμο και το κορίτσι έμεινε έγκυος ) Τελμ. -Dawk. Γγαστουρώσ'κι, γεννιά μηνώ 'ν̑ι (Γκαστρώθηκε, είναι (έγκυος) εννιά μηνών) Σίλ. -Dawk. Καστρώθην πάλι (Πάλι έμεινε έγκυος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ναίκα καστρωμένο 'ναι (Η γυναίκα είναι γγαστρωμένη) Ανακ. -ΙΛΝΕ To καστρουμέν' κρύφ' το (Η έγκυος (από ντροπή) το κρύβει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. παίρνω, φορτώνω
3. Μεσοπαθ., για δέντρα, μπουμπουκιάζω Σίλ. : Καστουρμένα 'ναι αγαdζ̑ές (Τα δέντρα είναι μπουμπουκιασμένα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κινάω, ξυπνώ, τομουρτζουκλαντίζω