γγάστρωμα
(ουσ. ουδ.)
γγάστρωμα
[ˈgastroma]
Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. ἐγγάστρωμα με αποβολή του αρκτ. άτονου φων.
Η πράξη ή/και το αποτέλεσμα του γγαστρώνω
Συνών.
κακοψύχημα