γαφλές
(ουσ. αρσ.)
γαφ'λές
[ɣaˈfles]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kafile = α) καραβάνι β) συνοδεία, ακολουθία.
Oμάδα ανθρώπων, παρέα
Συνών.
αρκαντασλίκι :2, γαφλές, παρχανάς, σερεχάτι, χελεσέ