γατζίχι
(ουσ. θηλ.)
γατζ̑ίχ’
[ɣaˈdʒix]
Τροχ.
γατζ̑ίχ̇ια
[ɣaˈdʒixʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. gacı = α) γυναίκα β) ερωμένη, αγαπητικιά
Κοπέλα, γυναίκα
Συνών.
γυναίκα, καρή, κόρη, ποδαρικό :2
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025