ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χίζα (ουσ. θηλ.) χ̇ίζα ['xiza] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kız = κορίτσι, κόρη. Πβ. γκελίνκιζα
1. Κορίτσι Φάρασ. Συνών. κορίτσι
2. Τουρκοπούλα, μικρή Τουρκάλα Φάρασ. : 'σου να 'ινώ χ̇ίζα, 'ς πάγω 'ς πνιγώ σο ποτάμι (Μέχρι (δηλ. πριν) να γίνω Τουρκοπούλα, θα πάω να πνιγώ στο ποτάμι) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. χιζόκκο