χίζα
(ουσ. θηλ.)
χ̇ίζα
['xiza]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kız = κορίτσι, κόρη.
Πβ.
γκελίνκιζα
2. Τουρκοπούλα, μικρή Τουρκάλα
Φάρασ.
:
'σου να 'ινώ χ̇ίζα, 'ς πάγω 'ς πνιγώ σο ποτάμι
(Μέχρι (δηλ. πριν) να γίνω Τουρκοπούλα, θα πάω να πνιγώ στο ποτάμι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
χιζόκκο