χιζόκκο
(ουσ. ουδ.)
χ̇ιζόκ-κο
[xiˈzokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. χίζα, όπου και τύπ. χ̇ίζα, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Τουρκοπούλα
:
Σωρεούσανdε τζ̑αι 'σ' τα τούρτζ̑ικα τα χωριά πουά Τούρτζ̑οι, γουανόκ-κα, χ̇ιζόκ-κες
(Μαζεύονταν (για τη λειτουργία των Δώδεκα Ευαγγελίων) και από τα τουρκικά χωριά πολλοί Τούρκοι, τουρκόπουλα, τουρκοπούλες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
χίζα