χιλιχιλιάδες
(αριθμ.)
χιλιχιλιάες
[çiliçi'ʎaes]
Αξ.
Από το αριθμ. χίλια και το ουσ. χιλιάδες με τροπή [ð] > [γ] και αποβολή του μεσοφωνηεντ. [γ].
Ένα εκατομμύριο